-
1 αίσθημα
-
2 αἴσθημα
-
3 αἴσθημα
-
4 αισθημα
- ατος τό1) чувство, чувственное восприятие2) чувствование, ощущение, пониманиеαἴ. τοι κἀν νηπίοις γε τῶν κακῶν ἐγγίγνεται Eur. — даже детям свойственно чувствовать несчастья
-
5 αἴσθημα
αἴσθημα, das Wahrgenommene, die Wahrnehmung -
6 αίσθημα
τό1) физиол, чувство, ощущение;αίσθημα του ψύχους — ощущение холода;
αίσθημα πόνου — чувство боли;
τό αίσθημα της ακοής — слух;
2) чувство, душевное состояние;αίσθημα χαράς (λύπης, φόβου) — чувство радости (горести, страха);
3) чувство, сознание;αίσθημα ευθύνης (περηφάνειας) — чувство ответственности (гордости);
τό αίσθημα της αξιοπρέπειας — чувство собственного достоинства;
4) чувство, любовь;μεταξύ τους ανεπτύχθη αίσθημα — они полюбили друг друга;
§ άνθρωπος με αισθήματα человек с душой -
7 αίσθημα
I.τοGefühl nII.το αυτοεκτίμησηςSelbstwertgefühl n -
8 αίσθημα
[эстима] ουσ. о. чувство, ощущение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αίσθημα
-
9 αίσθημα
[эстима] ουσ ο чувство, ощущение. -
10 αἴσθημα
A object of sensation, Arist. APo. 99b37, Metaph. 1010b32, Plot.4.3.25 and 29;τὸ νοεῖν γέγονεν αἰσθήμασι μόνοις Phld.D.1.13
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἴσθημα
-
11 αίσθημα
чувcтвоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αίσθημα
-
12 αίσθημα
1) sensation2) sentiment -
13 αίσθημα
1) odczucie (n) rzecz.2) poczucie (n) rzecz.3) sensacja (f) rzecz.4) uczucie (n) rzecz.5) wrażenie (n) rzecz. -
14 αίσθημα
1) cit2) cítění3) mínění4) pocit5) počitek6) rozruch7) senzace8) vjem -
15 αίσθημα
1) feeling2) sensation3) senseΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αίσθημα
-
16 ἐπ-αίσθημα
ἐπ-αίσθημα, τό, das Wahrgenommene, τὸ ἐνέργημα τῆς αἰσϑήσεως Epicur. bei Plut. plac. phil. 4, 8 D.L. 10, 32.
-
17 duygu
αίσθημα, συναίσθημα -
18 his
αίσθημα, συναίσθημα -
19 sensation
αίσθημα -
20 cítění
αίσθημα
См. также в других словарях:
αίσθημα — αίσθημα, το και αίστημα, το 1. το ψυχικό γεγονός που δημιουργείται με τις αισθήσεις: Ο άνθρωπος έχει αισθήματα οπτικά, ακουστικά, απτικά, οσφρητικά, γευστικά. 2. το συναίσθημα γενικά: Την παντρεύτηκε από αίσθημα. – Είναι παιδί με αισθήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἴσθημα — object of sensation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίσθημα — Η καταχώρηση στη συνείδησή μας των αποτελεσμάτων ενός ερεθισμού, τον οποίο μεταφέρουν τα αισθητήρια όργανα, με τη βοήθεια του νευρικού συστήματος, στον εγκέφαλο, όπου και ερμηνεύονται. Πρόκειται δηλαδή για εικόνες του εσωτερικού και εξωτερικού… … Dictionary of Greek
κνησμός ή φαγούρα — Αίσθημα που πηγάζει από το δέρμα και προκαλεί την ανάγκη ξεσμού. Συνήθως περιορίζεται σε μικρές ή μεγάλες περιοχές, ενώ άλλοτε είναι διάχυτος σε ολόκληρη την επιφάνεια του δέρματος. Ο κ. εμφανίζει διαβαθμίσεις, από τον ελαφρύ και παροδικό μέχρι… … Dictionary of Greek
αἰσθημάτων — αἴσθημα object of sensation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθήμασι — αἴσθημα object of sensation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθήματα — αἴσθημα object of sensation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθήματος — αἴσθημα object of sensation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek